- ικανός
- -ή, -ό (ΑΜ ικανός, -ή, -όν)1. αυτός που έχει την επιδεξιότητα να κάνει κάτι, επιδέξιος2. αυτός που έχει τη δύναμη να κάνει κάτι3. (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) επαρκής, πολύς, ικανοποιητικός («έκτοτε διέρρευσε ικανός χρόνος»)4. (με κακή σημ.) επιτήδειος, αδίστακτος (α. «είναι ικανός για όλα» β. «ἱκανὸς εἶ λαλῶν κατακόψαι πάντα», Μέν.)νεοελλ.1. κατάλληλος για στράτευση, για παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών, σε αντιδιαστολή προς τον βοηθητικό και τον ανίκανο2. φρ. «δεν σέ έχω ικανό να τό κάνεις»α) δεν νομίζω ότι μπορείς να τό κάνειςβ) αν τολμάς κάνε τομσν.1. αυτός που ικανοποιεί, ο ικανοποιητικός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱκανόνκατάλληλη, επαρκής ποσότητα ενός πράγματος3. φρ. «μεθ' ἱκανόν» — μετά από αρκετό καιρό, ύστερα από πολύ καιρόμσν.-αρχ.1. κατάλληλος, άξιος2. (για τον θεό) παντοδύναμος3. φρ. «ἱκανὸν ποιῶ τινί» — παρέχω ικανοποίηση, ικανοποιώ μια παράκληση, επιθυμία κ.λπ.αρχ.1. ισόπαλος, ισοδύναμος με κάποιον2. φρ. α) «τὸ ἱκανὸν λαμβάνω» — παίρνω χρηματική ή ηθική ικανοποίηση για κάτιβ) «τὸν ἱκανὸν ποιῶ» — δίνω ικανοποίηση, παρέχω εγγύηση.επίρρ...ικανώς και ικανά (ΑΜ ίκανῶς) αρκετάαρχ.1. αξιόλογα, σημαντικά2. εξ ολοκλήρου, εντελώς3. υπερβολικά4. φρ. α) «ἱκανῶς ἔχειν» — είμαι ικανός, αρκετός, επαρκήςβ) «ἱκανῶς ἐχέτω» — ας είναι αυτό αρκετό.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ- τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα -ανος* (πρβλ. πιθ-ανός). Η λ. ικανός χρησιμοποιούνταν στην Αρχαία Ελληνική με σημ. «άξιος, επιδέξιος» για πρόσωπα και με σημ. «αρκετός, επαρκής» για πράγματα.ΠΑΡ. ικανότητα(-ότης)αρχ.ικανώμσν.ικανάτα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ικανοποιΐα(αρχ. -μσν.) ικανοδότης, ικανόπλοοςμσν.ικανοκόσμητοςμσν.-νεοελλ. ικανοποιώ. (Β' συνθετικό) ανίκανος].
Dictionary of Greek. 2013.